κατισχύσει

κατισχύσει
κατισχύ̱σει , κατισχύω
overpower
aor subj act 3rd sg (epic)
κατισχύ̱σει , κατισχύω
overpower
fut ind mid 2nd sg
κατισχύ̱σει , κατισχύω
overpower
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταπνίγω — (AM καταπνίγω) πνίγω κάποιον εντελώς, τόν αποπνίγω νεοελλ. 1. μτφ. καταστέλλω κάτι προτού εκδηλωθεί ή και μετά την εκδήλωσή του για να μην κατισχύσει (α. «καταπνίγω τον θυμό μου» β. «κατέπνιξε την επανάσταση» 2. μέσ. καταπνίγομαι είμαι αδύνατος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”